- Κυρηναῖος
- Κυρηναῖοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρηναίος — αία, ο (Α κυρηναῑος, α, ον) [Κυρήνη] 1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναία ο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από… … Dictionary of Greek
Ερατοσθένης ο Κυρηναίος — (Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 196; π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, φιλόλογος, φιλόσοφος και ποιητής. Πνεύμα εξαιρετικά πολυμερές, μαθητής μεταξύ άλλων του Λυσανία του Κυρηναίου στην Ελλάδα, πήγε το 235 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια – όπου τον … Dictionary of Greek
Κυρηναῖον — Κυρηναῖος masc acc sg Κυρηναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναίων — Κυρηναῖος fem gen pl Κυρηναῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρήναιον — Κυρηναῖος masc acc sg Κυρηναῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναῖαι — Κυρηναῖος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναῖοι — Κυρηναῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναίη — Κυρηναῖος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναίοις — Κυρηναῖος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυρηναίοισι — Κυρηναῖος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)